συγκυλίω

συγκυλίω
Α
1. κυλίω κάτι μαζί με κάτι άλλο
2. (κυρίως το μέσ.) συγκυλίομαι
α) (σχετικά με χαμερπή απόλαυση) κυλιέμαι μαζί με κάποιον άλλο
β) (για αετό) κινούμαι προς τα κάτω με ορμή («συγκυλισθεὶς ἐπὶ τὴν γῆν τὰς τρεφομένας περιστεράς... ἐθήρευεν», Διοδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + κυλίω «κυλώ, περιστρέφω στο έδαφος»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”